- καταπιστευτέος
- -α, -ο [καταπιστεύω]φρ. «καταπιστευτέος όρος» (λατ. lex commissoria)χρησιμοποιείται για ενέχυρο και σημαίνει συμφωνία οφειλέτη και δανειστή, η οποία έγινε πριν καταστεί απαιτητό το οφειλόμενο χρέος και κατά την οποία αν ο δανειστής δεν ικανοποιηθεί εμπρόθεσμα, η κυριότητα τού πράγματος που ορίστηκε ως ενέχυρο περιέρχεται σε αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.